τσουγγρανιά

τσουγγρανιά
και τσουγκρανιά και τζουγγρανιά και τζουγκρανιά και τσαγγρουνιά και τσαγκρουνιά και ζουγκρανιά, η, Ν
αμυχή, γρατζουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουγγράνα + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά). Ο τ. τσαγγρουνιά με αντιμετάθεση τών φωνηέντων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζουγκρανιά — η 1. βλ. τσουγγρανιά 2. βοτ. το φυτό ευώνυμον το ευρωπαϊκόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. τσουγγρανιά] …   Dictionary of Greek

  • τσαγκρουνιά — η, Ν βλ. τσουγγρανιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”