- τσουγγρανιά
- και τσουγκρανιά και τζουγγρανιά και τζουγκρανιά και τσαγγρουνιά και τσαγκρουνιά και ζουγκρανιά, η, Ναμυχή, γρατζουνιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουγγράνα + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά). Ο τ. τσαγγρουνιά με αντιμετάθεση τών φωνηέντων].
Dictionary of Greek. 2013.